- μελισσονόμοι
- μελισσονόμοςkeeping beesmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελισσονόμος — μελισσονόμος, ον (Α) 1. αυτός που εκτρέφει μέλισσες, μελισσοκόμος 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Μελισσονόμοι ιέρειες τής θεάς Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + νόμος*] … Dictionary of Greek